ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΠΕΤΡΟΥ ΓΑΪΤΑΝΟΥ
στην Μαύρα Σαραντοπούλου
Ο ερμηνευτής Πέτρος Γαϊτάνος μιλάει στην «kedenews» για τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού, τη σχέση του με την Εκκλησία, καθώς και για την καλλιτεχνική του πορεία.
Κύριε Γαϊτάνο, βιώνουμε μια δύσκολη περίοδο για την ανθρωπότητα και τη χώρα μας. Πιστεύετε πως ίσως βγει κάτι καλό μέσα από αυτό;
Είμαι σίγουρος. Πάντα οι δοκιμασίες που προέκυπταν στην ανθρωπότητα ξεκαθάριζαν πράγματα, εξυγίαναν συμπεριφορές, τις αντιλήψεις των ανθρώπων και των κοινωνιών ως συλλογικοτήτων.
Εγώ δε ως πιστός, ως χριστιανός ορθόδοξος, πιστεύω ότι όλο αυτό που ζούμε είναι ευλογημένο από τον Θεό και δεν είναι τυχαίο. Συμβαίνει όταν περισσεύουν η αμαρτία και η ατέλεια, και το γνωρίζουμε αυτό μέσα στους αιώνες από τα βιβλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας και από την αιώνιά της έκφραση.
Άρα, αυτό που συμβαίνει δεν σας κρύβω πως το περίμενα πολύ καιρό. Το περίμενα γιατί έβλεπα ότι περίσσευε πολύ η αμαρτία γύρω στον κόσμο. Η Θεία Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει χωρίς τη σωστή εφαρμογή της. Είναι γεμάτη από αγάπη αλλά και από δικαιοσύνη. Ο Θεός δηλαδή είναι αγάπη αλλά και δικαιοσύνη ταυτόχρονα.
Η ελληνική κοινωνία μετρά πάνω από έναν μήνα σε καραντίνα εξαιτίας της διασποράς του κορονοϊού. Πώς βρίσκετε τα μέτρα της κυβέρνησης;
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλά τα μέτρα της κυβέρνησης. Πολύ αποτελεσματικά. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνησή μας διαχειρίζεται όλο το θέμα και γενικώς αισθάνομαι ότι έχουμε μια κυβέρνηση που λειτουργεί με αξιοσύνη.
Θεωρείτε υπερβολική την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για τέλεση των λειτουργιών των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα κεκλεισμένων των θυρών;
Λίγο-πολύ αυτό συνέβαινε και πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα όσο ήμασταν σε καραντίνα. Ναι, με βρίσκει σύμφωνο αυτό, γιατί, όπως καταλαβαίνω μέσα από την έκφραση της Εκκλησίας μας, αυτά είναι τύπος, δεν είναι στόχος. Ο εκκλησιασμός είναι το ξεχείλισμα της διάθεσης του πιστού, δεν είναι ο στόχος του. Δεν ολοκληρώνονται δηλαδή η προσπάθεια και ο στόχος του πιστού με το να πηγαίνει στην εκκλησία ή να ακολουθεί την παράδοση και τη συνήθεια της εκκλησίας μας. Όλα αυτά είναι πολύ σπουδαία και πολύ χρήσιμα. Είναι, όμως, το ξεχείλισμα του στόχου, που είναι η επικοινωνία με τον Θεό και η αναγέννησή του μέσω αυτών. Άρα θεωρώ ότι είναι σοφά τα μέτρα. Με βρίσκουν σύμφωνο.
Υπήρξε η ιδέα το βράδυ της Ανάστασης το Άγιο Φως να φτάσει στο σπίτι μέσα από υπηρεσίες των δήμων. Πώς σας φάνηκε αυτή η σκέψη;
Το Άγιο Φως δεν παύει μέσα από την ύλη του να φέρει άυλη διάσταση. Εμένα θα μου άρεσε κάποιος από τον δήμο να μου έφερνε στο σπίτι το Άγιο Φως. Να απλώσω το κερί μου, να το ανάψω και μετά να ανάψω και την καντήλα μου. Δεν είναι κακό αυτό. Τώρα που ο κόσμος δεν μπορεί να πάει στις εκκλησίες, δεν κοινωνεί και ζει αυτή την τόσο δυνατή περίοδο της εκκλησίας μας από το σπίτι, το να έλθει το Άγιο Φως στο σπίτι του είναι μια παρηγοριά. Θεωρώ ότι θα ήταν καλό.
Θέλω να πάμε πίσω στον χρόνο και να θυμηθούμε εκείνο το παιδί που στο ξεκίνημά του τραγούδησε το «Λάθος εποχή» (Σπανουδάκη), εμφανιζόταν σε κέντρα, ερμήνευσε παραδοσιακά τραγούδια, όμως τον τράβηξε η βυζαντινή μουσική. Ήταν κάτι το αναπόφευκτο;
Αυτό υπήρχε πάντα. Έτρεχε και συντρέχει και με τα τρία ρεπερτόρια που ερμηνεύω και καταγράφω και σε συναυλίες και σε δίσκους, που είναι το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, η παραδοσιακή μουσική και η εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική. Τα τελευταία, όμως, χρόνια δισκογραφώ πιο πολύ ύμνους και κάνω πολλές συναυλίες με τραγούδια.
Πώς και δεν ασχοληθήκατε με το λεγόμενο εμπορικό τραγούδι, δεδομένου ότι όταν ξεκινούσατε πολλοί έκαναν λόγο για μια πολλά υποσχόμενη παρουσία;
Σε ό,τι αφορά την αγάπη του κόσμου και την αρέσκειά του στη φωνή μου και σε αυτά που τραγουδάω, υπήρχε και υπάρχει πάντα. Δεν άλλαξε κάτι. Αντιθέτως, γίνονται πιο μεστά και ουσιαστικά. Μέσα στα 30 χρόνια της καριέρας μου έχω κάνει 56 δίσκους, εκ των οποίων αρκετούς με παραδοσιακά και αρκετούς με σύγχρονα τραγούδια. Στη διάρκεια συνεργάστηκα με τον Μαρκόπουλο, τον Θεοδωράκη, τον Σπανουδάκη, τον Σπανό, τον Χατζηνάσιο, τον Παπαδόπουλο. Έχω κάνει πολλά πράγματα γύρω από το τραγούδι και συνεχίζω να κάνω. Βέβαια, εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει δισκογραφία. Όλη η αλυσίδα της δισκογραφίας δεν υφίσταται εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Το τραγούδι είναι πια μια κατάσταση ξετιναγμένη. Δεν έχει πια το τσαγανό, τη δύναμη και την ακεραιότητα που είχε. Δεν με ευχαριστεί όλο αυτό που συμβαίνει. Αισθάνομαι πως ο κόσμος έχει κουραστεί και όλη αυτή η αλυσίδα της δισκογραφίας έχει παραφορτωθεί από άσχετους ανθρώπους που ούτε χρήσιμοι είναι ούτε καλούνται να κάνουν κάτι. Επειδή το τραγούδι έχει μια ευκολία, το διαχειρίζονται αυτοί που το θέλουν για εμπορικούς λόγους.
Τώρα, σε σχέση με το εμπορικό, ξέρετε, είναι πού βλέπει ο καθένας. Εμπορικό μπορεί να εννοεί κάποιος το να ερμηνεύει ερωτικά τραγούδια, να εμφανίζεται σε ένα νυχτερινό κέντρο και να το θεωρεί εκτόξευση στην καριέρα του. Για εμένα αυτό είναι έκπτωση. Γι’ αυτό και επιλέγω πράγματα τα οποία δεν έχουν στόχο την εκτόξευση. Επιλέγω αυτά που αγαπώ και όσα μπορούν να είναι χρήσιμα στον κόσμο. Με ένα απλό καλό τραγούδι είτε με ένα παραδοσιακό είτε με έναν ύμνο. Δεν με ενδιέφερε ποτέ αυτό που λέμε εμπόριο γύρω από την τέχνη μου, όμως προσπαθώ να διαχειρίζομαι όσο το δυνατόν καλύτερα και αυτή την πλευρά, με την έννοια της επικοινωνίας και της σωστής μου παρουσίας μέσα σε αυτόν τον χώρο, που εκτός από τέχνη είναι και εμπόριο. Δηλαδή, όταν γίνεται ένας δίσκος, ο παραγωγός τον παράγει γιατί είναι η δουλειά του. Και, ταυτόχρονα, μετά όλη η διαδικασία με τα ΜΜΕ και τη διαδικασία που γίνεται γύρω από τα χρήματα και τα υλικά. Εγώ προσπαθώ να υπάρχω μέσα στη δισκογραφία και σε όλο αυτό το κομμάτι που διέπει εμπορικά τις τέχνες μου με τρόπο που να μπορώ να κοινωνώ και να επικοινωνώ τη δουλειά μου. Όχι για να εξυπηρετώ μάταια σχέδια και πολλές φορές άχρηστα στον χώρο της Τέχνης και στον κόσμο της κοινωνίας.
Είναι πολύ σημαντικό το θέμα της ματιάς. Σκεφτείτε πως, όταν ο Χριστός ήταν στον Σταυρό, κάποιοι τον έβλεπαν και έπεφταν κάτω και αλλοιωνόταν το είναι τους, ενώ άλλοι τον έφτυναν. Αυτός ήταν το τέλειο παράδειγμα. Το θέμα δεν είναι το τι νομίζουμε, αλλά πώς στεκόμαστε απέναντι στον άξιο. Ο καθένας ονομάζει άξιο ό,τι νομίζει ο ίδιος. Εμένα με νοιάζει το άξιο μέσα από τις αιώνιες αξίες του Ευαγγελίου της Εκκλησίας μας. Ο λόγος του Χριστού. Κι αυτό μετά επεκτείνεται σε όλα τα άλλα. Όταν το 1996 έκανα με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Ελευθερίου τον δίσκο «Πολιτεία Δ», το έργο αυτό έχει μέσα του πολύ άξια μελωδικότητα, αλλά και μια καθαρότητα λόγου, καθώς και τα υπέρμετρα ταλέντα των Μ. Θεοδωράκη και Μ. Ελευθερίου. Έτσι και εγώ τοποθέτησα τότε τον εαυτό μου και συνεχίζω να τον τοποθετώ. Για κάποιους αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να ήταν μέτριο, για κάποιους άλλους σπουδαίο. Το θέμα είναι πώς τοποθετεί ο καθένας τον εαυτό του απέναντι στο άξιο. Και, μη γελιόμαστε, το άξιο το γνωρίζουμε όλοι. Η συνείδηση δεν ξεγελιέται. Άλλο τι λέει το μυαλό.
Αποπνέετε μια έντονη εσωτερικότητα. Η σχέση με τον Θεό προϋπήρχε του γνωστού σε εμάς Πέτρου Γαϊτάνου ή ήταν κάτι που προέκυψε στην πορεία;
Έτσι ήμουν από παιδάκι. Πήγαινα σχετικά συχνά στην εκκλησία. Όμως, και εδώ είναι πώς το βλέπει ο καθένας. Από πάντα με συγκινούσε, με γλύκαινε και με συντόνιζε με μία αρμονία αυτή η παρουσία και η σχέση μου με την εκκλησία. Και στη διάρκεια ξεκίνησα να τη σπουδάζω από το 1986 με τον δάσκαλό μου Μανώλη Χατζημάρκο, ενώ το 1991 πήρα το πτυχίο.
Σχέση Κράτους - Εκκλησίας. Πώς την κρίνετε;
Είναι κι αυτό θέμα ματιάς και διάκρισης. Δεν είναι απλό. Δεν μπορεί να διαχωριστεί, αλλά θα πρέπει να διακατέχεται από μια συνεργασία, συσχετισμούς και επικοινωνία που να είναι τα πρέποντα. Αυτά, όμως, μπορεί να είναι χιλιάδες. Ο καθένας ό,τι καταλαβαίνει. Εγώ όλα αυτά τα αφήνω στην Εκκλησία και στους ιεράρχες μας, αναπαύομαι σε αυτό που επιλέγουν και είμαι ήσυχος.
Σας ενδιαφέρει η πολιτική;
Είναι σαν να λέμε… τι ωραίος που θα ήταν ο κόσμος εάν ο ένας αγαπούσε τέλεια τον άλλον. Είναι κάτι ουτοπικό. Εκτιμώ και αγαπώ και ξεχωρίζω ανθρώπους πολιτικούς. Γενικώς, όμως, η πολιτική είναι μια κατάσταση εκπτωτική και όχι αγαθή.
Θα κατεβαίνατε υποψήφιος με κάποιο κόμμα; Και, αν ναι, με ποιο;
Μου έχουν προτείνει. Αρνήθηκα. Και για τον λόγο που σας είπα, αλλά και επειδή δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να το κάνει. Σκεφτείτε, όταν κάνω έναν δίσκο και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, αισθάνομαι τεράστια ευθύνη, όχι όμως με την έννοια του άγχους και της ευθυνοφοβίας, αλλά με την έννοια του να τον κάνω τεκμηριωμένα, σοβαρά, άξια. Να κάνω δηλαδή το καλύτερο. Έτσι και το να ασχοληθεί κανείς με την πολιτική, όπως εγώ το καταλαβαίνω, κατ’ αρχάς προϋποθέτει έναν υγιή χώρο, που δυστυχώς φαίνεται πως δεν είναι στη φύση της πολιτικής. Όπως φαίνεται, οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη διαχειριστούν μέσα από την υγιή της πλευρά, αλλά τη διαχειρίζονται μέσα από συμφέροντα και πτωτικές, πονηρές διαθέσεις. Είναι λίγες οι εξαιρέσεις. Εν κατακλείδι, για εμένα η πολιτική παγκοσμίως είναι ύποπτη. Και αν πούμε πως έβρισκα τρόπους να κάνω το καλύτερο, δεν υπάρχει τέλειο, τέλειος είναι μόνο ο Θεός. Εκεί θα έπρεπε να δουλέψω πολύ καιρό πριν. Είναι μια διαδικασία που θέλει πολλή δουλειά, πολλή ευθύνη. Έτσι το καταλαβαίνω.
Πού σας βρίσκουμε καλλιτεχνικά αυτό το καλοκαίρι;
Έχουμε ετοιμάσει δύο παραγωγές με την Ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη, με την οποία συνεργάζομαι ξανά. Η μία παραγωγή έχει να κάνει με την επέτειο του «ΟΧΙ», 80 χρόνια μετά, με ρεμπέτικα της Κατοχής, με τραγούδια που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο, όπως και μελοποιημένη ποίηση του συνθέτη. Η δεύτερη παραγωγή λέγεται «Ο Θεοδωράκης του πνεύματος». Μου την ανέθεσαν ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης σε συνεργασία με την κόρη του Μαργαρίτα, ενώ την έχω στήσει ο ίδιος, έχω φτιάξει μια παραγωγή με πεζό λόγο του Θεοδωράκη αλλά και τραγούδια του συνθέτη. Μια παραγωγή όπου ο λόγος αναδεικνύει πράματα που έχουν να κάνουν με άυλες καταστάσεις, με αρετές και γενικότερα το καλό. Γι’ αυτό το ονομάζω «Θεοδωράκης του πνεύματος» όχι με τη στενή καλλιτεχνική-πολιτισμική έννοια, αλλά την πνευματική. Γιατί μέσα στο πνευματικό εμπεριέχεται και το πολιτιστικό, όταν βεβαίως είναι ευλογημένο κατ’ αυτό. Άρα, προσπαθώ μέσα από το υλικό του Θεοδωράκη να αναδείξω τις πλευρές εκείνες που έβγαζε ως ξεχείλισμα από την επιλογή των ποιημάτων που επέλεγε με αυθόρμητο αποτέλεσμα να επικοινωνήσει εκείνη την καθαρότητα των λόγων των Ελλήνων ποιητών, εδώ έχω απομονώσει όλα αυτά μέσα σε μια πιο πυκνή αιώνια έκφραση που δεν είναι απαραίτητα θρησκευτική, αν και θα πούμε και τρεις ύμνους που έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης. Και αυτή την παραγωγή θα την παρουσιάσουμε τα επόμενα χρόνια με την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης.
Κλείνοντας, ποιο το μήνυμά σας στους αναγνώστες μας και σε όλον τον κόσμο που βίωσε και συνεχίζει να βιώνει αυτή την πρωτόγνωρη δοκιμασία;
Αν μπορούσα να δώσω ένα μήνυμα, είναι να εμπιστευτούμε περισσότερο το αβέβαιο του καλού και να παραβλέψουμε όσο μπορούμε τη βεβαιότητα του πονηρού.
*Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα kedenews