ΕΛ.ΑΣ.: Έτσι αποκαλύψαμε τον δολοφόνο της Καρολάιν

έγκλημα γλυκά νερά
capital

Τις κινήσεις των Αρχών από την πρώτη στιγμή που αποκαλύφθηκε το στυγερό έγκλημα στο σπίτι των Γλυκών Νερών με θύμα την 20χρονη Καρολάιν αποκάλυψαν αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν νωρίς το απόγευμα σήμερα.

Η μεθοδικότητα αλλά και η πρωτοφανής για τα αστυνομικά χρονικά αστυνομική έρευνα, που δεν βασίστηκε σε γενετικό υλικό και αποτυπώματα, όπως γίνεται συνήθως, αλλά σε ανάλυση ψηφιακών πειστηρίων, στάθηκε ικανή ώστε ο νεαρός πιλότος να «σπάσει» και να ομολογήσει ότι αυτός σκότωσε τη σύζυγό του αλλά και τον σκύλο της οικογένειας. Οι δηλώσεις του προϊσταμένου του τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, Κώστα Χασιώτη, επιβεβαίωσαν πλήρως το ρεπορτάζ όλων αυτών των ημερών του news2u.gr.

Η εξιχνίαση αυτής της υπόθεσης δεν ήταν καθόλου εύκολη, όμως όλα τα στελέχη και του Ανθρωποκτονιών αλλά και των εγκληματολογικών εργαστηρίων δούλεψαν μεθοδικά, αθόρυβα και, πάνω απ' όλα, πέτυχαν να παραπλανήσουν επί 37 ημέρες τον 32χρονο πιλότο, που πίστευε ότι θα γλίτωνε τη φυλακή. Στις δηλώσεις της, η διευθύντρια των εγκληματολογικών εργαστηρίων Πηνελόπη Μηνιάτη ανέφερε πως στελέχη της διενήργησαν «ενδελεχή εξερεύνηση της οικίας και του περιβάλλοντος χώρου και περισυνέλεξαν στοιχεία. Το τμήμα εξερευνήσεων τα αποτυπώματα, άλλο τμήμα το ηλεκτρονικό σκίτσο που δημιουργήθηκε κατά περιγραφή του Χαράλαμπου Αναγνωστοπούλου, στο πλαίσιο του modus operandi.

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων κατέδειξαν την πολυπλοκότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, ενώ άμεσα έγινε κατανοητό ότι ο τρόπος και η μεθοδολογία της συγκεκριμένης αυτής υπόθεσης απαιτούσαν περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση. Στο σημείο αυτό των εργαστηριακών εξετάσεων απεδείχθη εξαιρετικά χρήσιμη η αξιοποίηση του ψηφιακού υλικού που παραδόθηκε στη Διεύθυνσή μας και εξετάστηκε από το τμήμα Εξέτασης ψηφιακών πειστηρίων. Επίσης, έγιναν άμεσα αντιληπτές από το εξειδικευμένο προσωπικό μας έντονες αναντιστοιχίες, μια σειρά ερωτημάτων που θα έπρεπε να τεθούν υπό διερεύνηση και τα οποία απεδείχθησαν πολύτιμα για την εξιχνίαση της υπόθεσης».

Από την πλευρά του, ο προϊστάμενος του τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, Κώστας Χασιώτης, εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε η υπηρεσία του από την πρώτη στιγμή και μέχρι τη στιγμή της σύλληψης: «Όλα ξεκίνησαν την 11η Μαΐου του έτους. Στις 6.20 το πρωί ειδοποιήθηκε το 100 από τον σύζυγο του θύματος, ο οποίος κάλεσε σε βοήθεια. Οι αστυνομικοί που έφτασαν στο σπίτι βρήκαν το θύμα στο κρεβάτι και στο πάτωμα, δίπλα από το κρεβάτι, δεμένο στο κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια τον σύζυγό της και το μόλις 11 μηνών βρέφος να βρίσκεται πάνω στο θύμα.

Τα πρώτα κρίσιμα δεδομένα που προέκυψαν στην έρευνα από την ιατροδικαστική υπηρεσία του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν η αιτία θανάτου, που όπως διαπιστώθηκε οφειλόταν σε ασφυξία διά της απόφραξης των αεροφόρων οδών, όπως λέμε δηλαδή με κλείσιμο της μύτης και του στόματος, και ο χρόνος θανάτου προσδιορίστηκε μεταξύ της Τετάρτης και Πέμπτης, τις πρωινές ώρες. Επίσης, παρατηρήθηκαν κάποια σημάδια, εκχυμώσεις όπως λέμε, στα χέρια και τα πόδια του συζύγου. Δεν ήταν ιδιαίτερα ορατά, και αυτό δημιούργησε έναν μυστικό προβληματισμό για το κατά πόσο αυτό ήταν αναμενόμενο σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίο ο σύζυγος της νεκρής ήταν ακινητοποιημένος. Τα στελέχη της υπηρεσίας μας συνέχισαν όμως να ερευνούν τον χώρο, στον οποίο παρατηρήσαμε κάποιες μεταβολές σε σχέση με την αρχική του κατάσταση. Δηλαδή, διαπιστώσαμε ότι είχαν ερευνηθεί ορισμένα σημεία, κυρίως στον χώρο της υπνοδωματίου αλλά και στο σαλόνι.

Επίσης διαπιστώθηκε παραβιασμένο ένα παράθυρο στο υπόγειο, ενδεχομένως από τους δράστες τους οποίους ανέφερε, για να ληστέψουν το ζευγάρι. Σχετικά ασυνήθιστο, εξαιρετικά ασυνήθιστο θα έλεγα, ήταν ότι ο σκύλος της οικογένειας ήταν κρεμασμένος στην κουπαστή της σκάλας. Εκτός από την εικόνα αυτή του χώρου πειστήρια τα οποία θα βοηθήσουν στην πορεία των ερευνών και τα πιο κρίσιμα από αυτά ήταν η κάμερα στον χώρο του σαλονιού, ένα ρολόι smartwatch, που λέμε, στο χέρι της Καρολάιν και τα κινητά τηλέφωνα του θύματος και του συζύγου. Αρκετά μεγάλο μέρος της έρευνας αφιερώθηκε στην αρχή για να διαπιστώσουμε με ποιον τρόπο και ποιοι άνθρωποι είχαν εισέλθει μέσα στο διαμέρισμα.

Παρά τις αγωνιώδεις και κοπιώδεις προσπάθειές μας και αφού συγκεντρώσαμε πλήθος υλικού, μαρτυρίες κ.λπ., δεν καταφέραμε, παρά τις προσπάθειές μας, να διαπιστώσουμε την ύπαρξη άλλων προσώπων, πέραν των δύο ενηλίκων, να βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι. Η ανάλυση του τηλεφώνου του συζύγου, κατά τον χρόνο που αυτός την είχε δηλώσει όταν ήταν δεμένος, μας έδωσε διαφορετικές ενδείξεις σε σχέση με τα όσα υποστήριζε ο σύζυγος.

Αυτά είναι τα προβλήματά που μας έδωσαν κάποιες ενδείξεις για εμπλοκή του συζύγου και για να το επιβεβαιώσουμε έπρεπε να εξετάσουμε πλέον σχολαστικά τα ευρήματα, να μη δώσουμε λεπτομέρειες στον σύζυγο, τον οποίο φέραμε στα γραφεία μας στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση. Πριν προλάβουμε να τον ρωτήσουμε αυτά που θέλαμε, άρχισε ο ίδιος μια συζήτηση για το θύμα, πάνω στη σχέση που είχε με το παιδί του, για την ιδιαίτερη σχέση που είχε δημιουργηθεί με τον επικεφαλής των ερευνών της υπόθεσης. Συνεχίζουμε τη συζήτηση και σε κάποιο στάδιο της εξέτασής του ήθελε να μας διαβεβαιώσει ότι ποτέ δεν ήθελε να εξαπατήσει και να πει ψέματα. Κοίταζε μόνο πώς να αποφύγει τη σύλληψη για να μείνει με το παιδί του.

Όπως καταλαβαίνετε, αυτό γρήγορα οδήγησε στην ομολογία του εγκλήματος. Που οφειλόταν σε έναν διαπληκτισμό που είχαν με τη σύζυγό του πάνω σε μια έκρηξη συναισθήματος και είχαμε το γνωστό αποτέλεσμα. Επιβεβαιώσαμε τα ιατροδικαστικά ευρήματα με τον μηχανισμό θανάτου που ο ίδιος περιέγραψε. Περιέγραψε τις κινήσεις του, όπως την παραβίαση του παραθύρου, την οποία ο ίδιος έκανε, την αναστάτωση που δημιούργησε στον χώρο, τον θάνατο του σκύλου που υπήρχε μέσα στο σπίτι, την αφαίρεση της κάρτας μνήμης από την κάμερα που είναι εγκατεστημένη στον χώρο του σαλονιού, ώστε να μην είναι διαθέσιμο στην Αστυνομία το υλικό που έχει καταγραφεί».

Περισσότερα σε Ειδήσεις