Περιοχές της Ελλάδας που ζουν αποκλειστικά με ένα προϊόν παραγωγής

Ο κλάδος τροφίμων και αγροτικών προϊόντων ήταν ανέκαθεν από τους σημαντικότερους εξαγωγικούς κλάδους της χώρας.

Προϊόντα μοναδικής ποιότητας και αξεπέραστης διατροφικής αξίας, όπως η ελιά, τα γαλακτοκομικά, το μέλι, ο κρόκος Κοζάνης και άλλα πολλά, δημιουργούν μια εύγευστη και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά κουζίνα, που μπορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.

Της Νατάσσας Βουδούρη

Είναι, επίσης, ένας τομέας όπου οι παραγωγοί έχουν καταφέρει να προσαρμόσουν τα αντικείμενα της φύσης και να τα κάνουν κατάλληλα για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Η βιώσιμη τοπική ανάπτυξη, η εδαφική και η κοινωνική συνοχή αποτελούν στόχο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης προκειμένου να διασφαλίζει ένα υψηλό επίπεδο ποιότητας ζωής των πολιτών στην καθημερινότητά τους. Υπάρχουν λοιπόν διάφορα μέρη στην Ελλάδα που επενδύουν στο δικό τους τοπικό προϊόν εξασφαλίζοντας τον βιοπορισμό τους.

Κρόκος Κοζάνης

Ο κρόκος Κοζάνης, ή ελληνικό σαφράν, ο οποίος παράγεται αποκλειστικά από την Κοζάνη, είναι γνωστός για την εξαιρετική του ποιότητα, το ζωηρό του χρώμα και την έντονη γεύση του. Οι κάτοικοι της περιοχής φυτεύουν τον κρόκο κάθε καλοκαίρι, και όταν φθάσει το φθινόπωρο, αφαιρούν με το χέρι τα πολύτιμα στίγματα του πανέμορφου λουλουδιού και τα αποξηραίνουν προσεκτικά για να γίνουν τα βαθυκόκκινα λεπτά νήματα. Χρειάζονται περίπου 50.000 στίγματα για να προκύψουν 100 γραμμάρια κόκκινου κρόκου. «Είναι μια καλή χρόνια φέτος για τον κρόκο και οι παραγωγοί θα δουν τους λογαριασμούς τους να αποπληρώνονται» δήλωσε ο πρόεδρος του «Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπραγωγών» Βασίλης Μητσόπουλος.

Ο κρόκος εμφανίζεται με πολλές και ποικίλες χρησιμότητες. Χρησιμοποιείται φαρμακευτική, στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική, στην τυροκομία, στην ποτοποιία, ακόμα και στη ζωγραφική. Εξωτερικά χρησιμοποιείται στο γιάτρεμα σπυριών, φλεγμονών και στις παθήσεις κυρίως του στήθους. Μάλιστα, από την αρχαιότητα ακόμη, δίνονταν στον κρόκο αφροδισιακές ιδιότητες.

Ελαιόλαδο Μεσσηνίας

Το ελαιόλαδο αποτελεί τον πρωταγωνιστή της μεσογειακής διατροφής και ήδη από τα αρχαία χρόνια οι πρόγονοί μας είχαν αντιληφθεί την αξία του. Το «εθνικό μας προϊόν», όπως συχνά αποκαλείται, καλλιεργείται παραδοσιακά στη Μεσόγειο, με την Ελλάδα να αποτελεί σταθερά μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ελαιόλαδου.

Στους ελαιώνες της Μεσσηνίας παράγουν και προσφέρουν υψηλής ποιότητας, αγνό και εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Στην περιοχή τα δένδρα είναι μη ποτιστικά. Η παραγωγή του λαδιού, λοιπόν, εξαρτάται άμεσα από τον καιρό, μιας και το μοναδικό νερό που παίρνουν είναι αυτό της βροχής, καθώς και των υπόγειων υδάτινων ρευμάτων που διασχίζουν την περιοχή.

Σκοπός των παραγωγών της Πύλου Μεσσηνίας είναι να ερευνήσουν το πότε η περιοχή παράγει ελαιόλαδο πλούσιο σε φαινόλες, για φαρμακευτική χρήση και να έχει Ισχυρισμό Υγείας. Ένα τέτοιο προϊόν επιδρά θετικά στην πρόληψη καρδιακών επεισοδίων, ενώ συμβάλλει στην αντιμετώπιση των φλεγμονών και στην προστασία των λιπιδίων του αίματος από το οξειδωτικό στρες. Παράλληλα, θωρακίζει έναντι του Αλτσχάιμερ και γενικότερα λειτουργεί ευεργετικά έως και θεραπευτικά σε δεκάδες ακόμα περιπτώσεις. Όπως δήλωσε στην «kedenews» ο παραγωγός της Ομάδας Ρούτση, κ. Ταξιάρχης, για πρώτη φορά θα  τυποποιήσουν ένα μέρος της παραγωγής σε συνεργασία με το τμήμα Φαρμακογνωσίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να ανακαλύψουν μαζί την έγκαιρη στιγμή συγκομιδής, ώστε το ελαιόλαδο να έχει περισσότερες φαινόλες και αρώματα. «Το μέλλον της ελαιοκομίας στην Ελλάδα διασφαλίζεται μόνο αν επενδύσουμε στο ποιοτικό ελαιόλαδο που μπορεί να παραχθεί ακόμα κι από τα αιωνόβια ελαιόδεντρα που έχουμε και από το μικροκλίμα των περιοχών της χώρας μας» τόνισε ο ίδιος.

Ελαιόλαδο

Οι καρβουνιάρηδες της Ηπείρου

Υπάρχουν και οι εναλλακτικές καλλιέργειες που στηρίζουν οικονομικά πολλές περιοχές της χώρας. Μια δραστηριότητα που εξακολουθεί να πραγματοποιείται, έστω και σε περιορισμένη έκταση, είναι η παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Μια παραδοσιακή ασχολία που έδωσε ζωή στις τοπικές οικονομίες σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Για την ακρίβεια, βέβαια, ξυλοκάρβουνα σπανίως συναντά κανείς στο λιανικό εμπόριο, που έχει κατακλυστεί από ένα νέο είδος κάρβουνου, τη γνωστή μπρικέτα. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, καμίνια συναντούσε κανείς στον Νομό Ιωαννίνων.

Σήμερα, ίσως το μοναδικό καμίνι που καίει και παράγει φυσικό ξυλοκάρβουνο είναι αυτό του παραγωγού Ιωάννη Ντασταμάνη, λίγο έξω από το Κεφαλόβρυσο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, μέχρι και το τέλος Νοεμβρίου, εφόσον οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, τα καμίνια εξακολουθούν να καίνε, δημιουργώντας για εκείνους που πρώτη φορά τα αντικρίζουν μια μοναδική εικόνα. Το πιο δύσκολο μέρος της παρασκευής του ξυλοκάρβουνου αρχίζει με τη διαδικασία της καύσης, η οποία διαρκεί από 15 έως 20 ημέρες. Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία παρασκευής του κάρβουνου, το καμίνι σβήνει και τα ξυλοκάρβουνα συσκευάζονται για να πάρουν τον δρόμο των αγορών. «Είναι μια επίπονη εργασία, με τους καρβουνιάρηδες πλέον να είναι ελάχιστοι. Το θετικό είναι ότι ακόμη και σήμερα συναντούμε παραδοσιακές ψησταριές, με ψήστες που γνωρίζουν την αξία του ξυλοκάρβουνου, που το αναζητούν και το παραγγέλνουν» δήλωσε σε τοπικό μέσο ο κ. Ντασταμάνης.

Καμίνια

Οι ελαιοπαραγωγοί της Χαλκιδικής

Στο κέντρο της Χαλκιδικής δεσπόζει ο ορεινός Χολομώντας, περιοχή κατάφυτη με μαγευτική θέα. Στους πρόποδές του είναι κτισμένα χωριά, πνιγμένα στο πράσινο, που τα περιβάλλει από παντού. Όμως, το κατ’ εξοχήν χωριό του Χολομώντα είναι ο Ταξιάρχης, κάτω από την κορυφή του, στο κέντρο του ορεινού όγκου, εκεί όπου σμίγουν όλοι οι γραφικοί δρόμοι του βουνού. Το 65% των χριστουγεννιάτικων δένδρων στην ελληνική αγορά προέρχεται από τις πλαγιές του χαλκιδικιώτικου βουνού, από τις συστηματικές καλλιέργειες των κατοίκων του Ταξιάρχη, οι οποίοι και φέτος, παρά την οικονομική κρίση που επίσης τους έχει πλήξει, είναι παρόντες σε πλατείες και διασταυρώσεις των αστικών κέντρων.

Η καλλιέργεια του ελάτου είναι απαιτητική και χρονοβόρα, σύμφωνα με όσα δήλωσε στην «kedenews» ο πρόεδρος του Συλλόγου των Απανταχού Διαμενόντων Ταξιαρχιωτών Χαλκιδικής, Στέργιος Λυρτζής. «Ξεκινάει από τους σπόρους της κουκουνάρας στο φυτώριο για 2-3 χρόνια, στη συνέχεια μεταφυτεύονται σε σακουλάκια για δύο χρόνια και κόβονται ύστερα από άλλα δέκα χρόνια από τη μεταφύτευσή τους στο χωράφι. Το χωράφι χρειάζεται καθάρισμα τουλάχιστον 3-4 φορές τον χρόνο από τα αγριόχορτα, λίπανση των ελάτων και γενικότερη περιποίηση για τον καλοσχηματισμό των δέντρων. Στα χωράφια που διαθέτουν γεωτρήσεις τα ποτίζουν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα το καλοκαίρι, ενώ στα χωράφια που δεν διαθέτουν καταστρέφονται πολλά από τα μικρά ο έλατα» τόνισε ίδιος.

Έλατα

Περισσότερα σε Ειδήσεις