Στην εποχή που κάποιοι επιχειρούν να ενσπείρουν αμφιβολίες ακόμα και για τη Θεία κοινωνία, σχετικά με την μετάδοση του κορονοϊού, μια πραγματική ιστορία από την Κρήτη έρχεται να δώσει μια ηχηρή απάντηση.Γράφει ο Κώστας Παππάς
Μια απάντηση που ίσως μπορούν να την κατανοήσουν εκείνοι που δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία μόνο τα Χριστούγεννα και για πέντε λεπτά πριν από την Ανάσταση στο προαύλιο ενός ναού. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, ενός ιερέα, που έδωσε σάρκα και οστά στην έννοια διακονία του συνανθρώπου. Για αυτόν τον άνθρωπο δεν έγραψαν ποτέ οι εφημερίδες, ούτε ασχολήθηκαν πολλοί μαζί του. Όμως η δύναμη του παραδείγματός του κουβαλάει μια ανυπέρβλητη αλήθεια που ίσως και να μην περιγράφεται, αλλά μόνο να βιώνεται.
Η ζωή στη ΣπιναλόγκαΗ Σπιναλόγκα παρά την μεγάλη ιστορία της είναι κυρίως γνωστή σήμερα σαν το νησί των λεπρών.
Το 1903 στην Κρήτη ιδρύεται Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για την απομόνωση όσων έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν από τον υγιή πληθυσμό. Κατά την αρχαιότητα, το όνομά της Σπιναλόγκας ήταν Καλυδών και μετονομάστηκε σε Σπιναλόγκα κατά την περίοδο την Ενετοκρατίας, το οποίο ετυμολογείται από το "spina lunga", που σημαίνει "μακρύ αγκάθι".
Τότε δεν είχε βρεθεί ακόμα το φάρμακο για τη λέπρα και η κολλητική νόσος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων. Οι χανσενικοί ήταν απομονωμένοι σε περιοχές (μεσκινιές) έξω από τις πόλεις περιμένοντας να ζήσουν από την φιλευσπλαχνία των διαβατών.
Οι ασθενείς στην Σπιναλόγκα δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή και τα φάρμακά τους. Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930 όταν στην Σπιναλόγκα μεταφέρθηκε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Ο Ρεμουνδάκης, που ήταν τριτοετής φοιτητής της Νομικής όταν αρρώστησε, φαίνεται πως ήταν ο άνθρωπος που περιμένανε οι υπόλοιποι μέχρι τότε για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής.
Έτσι τα σπίτια στην Σπιναλόγκα ασβεστώθηκαν μετά από πολλά χρόνια, άνοιξε ο περιμετρικός δρόμος, συστάθηκε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών χώρων, έχτισαν θέατρο, κινηματογράφο και από τα μεγάφωνα του δρόμου ακουγόταν συνεχώς κλασική μουσική. Άνθρωποι ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στη Σπιναλόγκα. Έκαναν παιδιά, που μερικά από αυτά μεγάλωσαν μαζί τους χωρίς να αρρωστήσουν ποτέ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα απομόνωσης και φόβου προς τους λεπρούς έφθασε στο νησάκι ο Ιερομόναχος π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης, ο ιερέας που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων της Σπιναλόγκας. Αυτός τους έμαθε και έναν άλλο τρόπο με τον οποίο μπορούν να τους προσεγγίσουν οι άνθρωποι, αυτόν της αγάπης. Με δική του θέληση ο ιερέας βρέθηκε κοντά στους ανθρώπους που προκαλούσαν λόγω της ασθένειάς τους το φόβο , καθώς υπήρχε η αντίληψη ότι η λέπρα μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και με την αναπνοή. Η μορφή του π. Χρύσανθου, η θυσιαστική του προσφορά και διακονία μπορεί να προκαλέσει πολλές σκέψεις και ίσως μια κυρίαρχη, ότι ελάχιστοι θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι ανάλογο , ίσως γιατί ελάχιστοι γνωρίζουν και βιώνουν τη σπουδαιότητα της δια Χριστόν αγάπης. Σε επικοινωνία που είχαμε πριν από καιρό με τον κ. Δημήτρη Παπαδάκη πρώην Λυκειάρχη και Πρόεδρο του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος γνώρισε τον π. Χρύσανθο, μας μεταφέρει σε μια εκ βαθέων συζήτηση το μεγαλείο της καρδιάς του ιερέα , όπως αποτυπώνεται από τις συνομιλίες που είχε μαζί του , αλλά και τη μαρτυρία ενός πρώην Χανσενικού στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκα. Ο άνθρωπος αυτός μίλησε στον κ. Παπαδάκη για την παρουσία του π. Χρύσανθου στο νησί και την αγάπη που έτρεφαν για εκείνον οι κάτοικοι της Σπιναλόγκας.
Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται λοιπόν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ότι ο καλύτερος συγγραφέας είναι η ζωή ειδικά όταν τα σενάρια τα γράφουν αυθεντικοί άνθρωποι που γνώρισαν μέσα από τον πιο απλό δρόμο το μεγαλείο της ανιδιοτελούς διακονίας. Να λοιπόν πως η αγάπη ενός υπηρέτη του Θεού μετέτρεψε το «μακρύ αγκάθι», «spina lunga», σε άνθος διακονίας και προσφοράς, μέσα από τα όσα μας περιγράφει ο κ. Παπαδάκης γιε τον Ιερομόναχο Χρύσανθο Κατσουλογιαννάκη.
Ο Ιερέας που έφυγε και ο φόβος των λεπρών
«Το 1947 ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας Μελέτιος Βουργούρης έλαβε από τον επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Μετά τη λήξη της άδειάς του δεν επέστρεψε στη θέση του. Ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του. Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Σπιναλόγκα» (1936) γράφει: «Αυτοί, που δουλεύανε σ᾽ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους πεταμένοι σαν κοπριά σ᾽ έναν κοπρόλακκο βρωμερό, που λέγεται Σπιναλόγκα. Ο φόβος μετάδοσης της αρρώστιας ήταν μεγάλος, πίστευαν ότι μεταδίδεται ακόμα και με την αναπνοή. Ο δημοσιογράφος Άγγελος Σγουρός παρουσιάζει το φόβο αυτό σε άρθρο του τον Αύγουστο του 1929 στην εφημερίδα ¨Εμπρός¨. Γράφει χαρακτηριστικά :«Όλοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με χαρακτήρισαν τρελό, πολλοί δε γυρίζοντας στην Αθήνα με κοιτάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας». Η εμφάνιση των λεπρών , με το σώμα να γεμίζει εξανθήματα και έλκη, τα δάκτυλα κόβονταν. Το πρόσωπό τους, με φαγωμένα μάγουλα, με μάτια ζαρωμένα στην κόγχη τους η γουρλωμένα, με χείλη σκισμένα η σάπια, με πεσμένα τα φρύδια, τα ματόκλαδα και τα δόντια , προκαλούσε αποτροπιασμό.
Η οικοιοθελής προσφορά του π. Χρύσανθου«Τότε ο ιερομόναχος της Μονής Φανερωμένης Ιεράπετρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης εξέφρασε την επιθυμία του στον Επίσκοπό του Φιλόθεο Μαζοκοπάκη να αναπληρώσει το κενό. Έτσι το 1947 διορίσθηκε εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας. Ο ιερομόναχος Τιμόθεος Περάκης, ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης, μου είπε: «Οι μοναχοί της Μονής θαυμάζαμε τον Χρύσανθο για την απόφασή του, απόφαση αυταπάρνησης, να πάει στη Σπιναλόγκα ως αναπληρωτής του ιερομονάχου Μελετίου. Την ημέρα της αναχώρησής του τελέσαμε Θεία Λειτουργία. Τον κατευοδώσαμε δε με πολλή συγκίνηση και υπερηφάνεια, γιατί ιερομόναχος της Μονής μας θα είναι εφημέριος στην Σπιναλόγκα.
Η γνωριμία με τον π. Χρύσανθο και η συγκλονιστική αφήγηση του πρώην λεπρού.
Ο κ. Παπαδάκης στη συνέχεια της αφήγησής του μας μιλάει για τη γνωριμία του με τον π. Χρύσανθο και καταγράφει τη συνομιλία που είχε με έναν πρώην ασθενή Της Σπιναλόγκα. «Είχα την τύχη να γνωρίσω τον ιερομόναχο Χρύσανθο τον Δεκαπενταύγουστο του 1967 στη Μονή Τοπλού, όπου, έπειτα από πρόσκληση του αγαπητού και σεβαστού μου ηγουμένου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Σπανουδάκη, έμεινα μια εβδομάδα. Ήταν βραχύσωμος, μορφή ασκητική, με λευκή γενειάδα. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους του. Το ράσο και ο καλογερικός σκούφος του ήταν ξεθωριασμένα.
Βρισκόμουν ένα πρωί με τον πατέρα Χρύσανθο στην έξω από το καθολικό μικρή αυλή. Τότε εμφανίστηκε ένας μεγάλης ηλικίας άνθρωπος. Μόλις είδε τον πατέρα Χρύσανθο αναφώνησε γεμάτος έκπληξη και χαρά: «Πάτερ Χρύσανθε…». Και την ίδια στιγμή δυό αγκαλιές ανοίχθηκαν. Σε λίγο πήγαν στο φτωχικό κελί του πατέρα Χρύσανθου. Εκεί ο ξένος, έπειτα από μια σύντομη συζήτηση για γνωριμία, -δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του- μου μίλησε για την προσφορά του πατέρα Χρύσανθου στους λεπρούς της Σπιναλόγκας. Παρουσιάζω την αφήγησή του «Ήμουνα λεπρός. Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η αρρώστια μας είχε παραμορφώσει. Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας.
Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.
Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Ο πατέρας Χρύσανθος, θέλησε να τον διακόψει: «Σε παρακαλώ…». Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι. Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας την αγάπη. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για…
Δεν ολοκλήρωσε όμως τη φράση του. Ξέσπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα.
Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός
Ο πατήρ Χρύσανθος έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο, που μόνο οι πραγματικά μεγάλοι κρύβουν στην καρδιά τους: Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα. Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν το σταυρό στον Γολγοθά τους. Έπειτα η αρρώστια δε μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού.
Ρώτησα τον πατέρα Χρύσανθο πότε έφυγε από τη Σπιναλόγκα. Εκείνος απάντησε: Η ανακάλυψη και χρήση των αντιλεπρικών φαρμάκων έδωσαν τέλος στο δράμα των χανσενικών της Σπιναλόγκα.
Όταν η Σπιναλόγκα έκλεισε έμεινε μόνος στο νησί δύο χρόνια για να κάνει τρισάγιο στους τάφους των Χανσενικών
Με συγκλονιστικά λόγια ο π. Χρύσναθος μιλησε στον κ. Παπαδάκη για την απόφασή του να μείνει στο νησί όταν πια όλοι είχαν φύγει από αυτό.
«Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957. Έφυγαν όλοι από το νησί , έμεινα μόνο εγώ εκεί. Τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε. «Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών. Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους. Εγκατέλειψα το νησί το 1959. Η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί .Ο επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη Μονή τούτη».
Ο λογοτέχνης Νίκος Στρατάκης επισκέφτηκε το νησί της Σπίναλογκας τον καιρό που έμενε εκεί μόνος ο πατήρ Χρύσανθος. Σε κείμενό του για το νησί το 1959 αναφέρεται και στον π. Χρύσανθο γράφοντας ««Σήμερα το νησί του πόνου είναι έρημο. Τίποτε δεν ταράσσει την ησυχία του… Καθώς περνούσαμε τον πλακόστρωτο δρόμο, ένας λερός και κουρελής με ασκητική και βυζαντινή αποστέωση, μπροστά στην εκκλησία, σέρνει νερό από τη δεξαμενή και ποτίζει δύο καχεκτικά δεντράκια. Είναι τούτος ο καλόγερος το υστερνό απομεινάρι της μοναχικής ζωής του βράχου. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, όπως κόλλησε η ψυχή του στην ασκητική του σάρκα.
Ποτέ η Πολιτεία δεν τίμησε τον ιερέα για την προσφορά τουΤον ιερομόναχο Χρύσανθο δεν τον τίμησε η πολιτεία ως όφειλε. Τον τίμησε όμως η Εκκλησία Κρήτης. Γύρω στα 1970, από όσο θυμάμαι, ο τότε Σεβασμιωτατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος Βουζουνεράκης του απένειμε για τη δράση του στη Σπιναλόγκα εκκλησιαστικό οφφίκιο και το δίπλωμα της ευφήμου μνείας. Επίσης η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (Γωνιά Χανίων), που έχει κανονική εξάρτηση από την Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου και έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον τίμησε, έπειτα από πρόταση του ανωτέρω Μητροπολίτη. Συκγεκριμένα στις 24 Φεβρουαρίου του 1980, το πνευματικό αυτό κέντρο της Κρήτης με τη διεθνή ακτινοβολία έδωσε στη μνήμη του ιερομονάχου Χρύσανθου μια υποτροφία σε άπορο επιμελή σπουδαστή Ανωτάτης Σχολής .