Το σκηνικό στις ΗΠΑ μετά την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση-Τι επικρατεί ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους-Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Αριστοτέλης Τζιαμπίρης, σχολιάζει στο kedenews
Της Βίκυς Καλοφωτιά
Η 14η Δεκεμβρίου είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, η καταληκτική ημερομηνία που έχει οριστεί για να συνεδριάσουν οι εκλέκτορες κάθε Πολιτείας προκειμένου να ψηφίσουν επισήμως τον έναν ή τον άλλον υποψήφιο των πρόσφατων αμερικανικών εκλογών, δηλαδή τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν ή τον Ρεπουμπλικάνο απερχόμενο Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Πρόκειται για μια ψήφο που ορίζεται με γνώμονα το ποιος έχει λάβει την πλειοψηφία σε κάθε Πολιτεία και από εκεί κι έπειτα, ανάλογα με το αποτέλεσμα, θα διεξαχθεί η επικείμενη ορκωμοσία του 46ου Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 20 Ιανουαρίου 2021.
Ηγέτες σε όλο τον κόσμο χαιρέτισαν ήδη την εκλογή του Τζο Μπάιντεν, σε διαμετρική αντίθεση με το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, το οποίο ‒κατ’ εικόνα του απερχόμενου προέδρου‒ αρνείται να παραδεχτεί την ήττα, καταγγέλλοντας νοθεία, χωρίς όμως να παρουσιάζει κάποια απόδειξη γι’ αυτό. Την ίδια στιγμή, ο Ντόναλντ Τραμπ διαμηνύει ότι θα πολλαπλασιάσει τις προσφυγές του στη Δικαιοσύνη, ωστόσο οι πιθανότητες να φέρει αποτέλεσμα θεωρούνται ελάχιστες.
Με φόντο τα παραπάνω στοιχεία, αρκετοί είναι εκείνοι που εκφράζουν την ανησυχία ότι το κλίμα που διαμορφώνεται στην Αμερική μοιάζει περισσότερο από ποτέ με εμφυλιοπολεμικό, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται για το μέλλον, πεποίθηση που υπογραμμίζουν από την πλευρά τους και διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ισχύει όμως πράγματι κάτι τέτοιο ή αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ μετά την εκλογική αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου απέχει μακράν από τους εν λόγω ισχυρισμούς;
Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ενέργεια: Στρατηγική, Νομικά & Οικονομικά, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Αριστοτέλης Τζιαμπίρης, απαντά στο kedenews.gr.
«Η σύντομη απάντηση είναι πως όχι, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Από εκεί και πέρα, πρέπει λιγάκι να αναλύσουμε τα δεδομένα εκτενέστερα. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι, σε πείσμα των δημοσκοπήσεων, η εκλογική αναμέτρηση ήταν πολύ κοντά, με βάση το εκλεκτορικό κολέγιο. Αυτό φαίνεται και από τη λαϊκή ψήφο, καθώς ο Μπάιντεν ναι μεν πήρε μερικά εκατομμύρια περισσότερες ψήφους, αλλά δεν ήταν η τεράστια νίκη την οποία περίμεναν οι δημοσκοπήσεις και πολλοί αναλυτές. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι το πιθανότερο σενάριο είναι να παραμείνει η Γερουσία στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων, ενώ στη Βουλή των Αντιπροσώπων φαίνεται να μειώνεται ο αριθμός των Δημοκρατικών, οι οποίοι όμως έχουν ακόμα τον έλεγχο. Το συμπέρασμα, λοιπόν, το οποίο μπορεί να βγει εύκολα, και το οποίο δεν νομίζω ότι μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι ότι η Αμερική παραμένει μια βαθύτατα πολιτικά διαιρεμένη κοινωνία.
Το γεγονός, δε, ότι είχαμε τη μεγαλύτερη συμμετοχή στις εκλογές ως ποσοστό πληθυσμού εδώ και πάνω από εκατό χρόνια δείχνει ότι αυτή είναι μια πραγματικότητα που απλά εμπεδώθηκε περαιτέρω από τη μαζική συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές. Συνεπώς, η Αμερική, η οποία παραμένει αυτή τη στιγμή η ισχυρότερη και πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, είναι μια κοινωνία που πολιτικά είναι διαιρεμένη. Όμως, εδώ θα πρέπει να τονίσουμε τα εξής: υπήρχαν πάρα πολλές προβλέψεις ότι κατά τη διάρκεια των εκλογών ή αμέσως μετά τις εκλογές θα είχαμε έντονα βίαια φαινόμενα και βιαιοπραγίες γενικότερα. Αυτές οι προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν. Είχαμε πολλές διαδηλώσεις ‒κυρίως από την πλευρά του Τραμπ‒ πριν αλλά και μία πρόσφατη στην Ουάσινγκτον, ωστόσο στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν ειρηνικές και δεν υπήρχαν στοιχεία βίας. Επίσης, και οι εκλογές έγιναν σε κατάσταση ειρήνης, χωρίς να υπάρχουν ούτε βία ούτε θάνατοι, και αυτό συνεχίζεται έως και σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Πιστεύω ότι αυτοί που έκαναν τις προβλέψεις είχαν λάθος κριτήρια. Η Αμερική παραμένει μια κοινωνία που είναι αρκετά ειρηνική και πολιτικά πολιτισμένη. Χαρακτηριστικό της χώρας από τις πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις είναι η ειρηνική μεταφορά από τον έναν Πρόεδρο στον άλλον. Δεν υπάρχει τέτοια παράδοση στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, να υπάρχουν κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τις εκλογές βίαια επεισόδια. Σαφώς η Αμερική είναι βίαιη κοινωνία, και αυτό δεν θα σταματήσει ως διά μαγείας, αλλά στο ζήτημα των εκλογών υπάρχει μακρά παράδοση ειρηνικής παράδοσης και παραλαβής της εξουσίας από τον έναν Πρόεδρο στον άλλον. Άρα το εντυπωσιακό θα ήταν μια παράδοση σχεδόν δυόμισι αιώνων να ανατραπεί ξαφνικά επειδή τα πράγματα είναι φορτισμένα. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι έχουμε και μια πανδημία, η οποία σίγουρα επηρεάζει την κατάσταση ως έναν βαθμό και η οποία αυτό το διάστημα βρίσκεται σε έξαρση στην Αμερική. Επιπλέον, δεν είχαμε ούτε και κάποιες δηλώσεις που να ωθούν σε βία.
Η Αμερική έχει ένα Σύνταγμα πολύπλοκο, βασισμένο κυρίως στο ότι είναι ένα Σύνταγμα του 18ου αιώνα ‒με κάποιες μικρές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει έκτοτε‒, και είναι κάτι το οποίο συνεχίζει να ισχύει όλο αυτό το διάστημα. Οπότε, θα το επαναλάβω, η έκπληξη θα ήταν να είχαμε μια ανατροπή. Είναι βέβαια γνωστό ότι ο Τραμπ δεν έχει δηλώσει ακόμα ότι έχει ηττηθεί και σαφώς έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει διάφορα ένδικα μέσα για να αποδείξει ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, τα οποία όμως όλοι προδικάζουν ότι είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ανατροπή του αποτελέσματος, και άρα στο τέλος δεν θα είναι πια αυτός ο Πρόεδρος.
Να τονιστεί ακόμη ότι το Σύνταγμα της Αμερικής δεν λέει πουθενά ότι για να ορκιστεί ο καινούργιος Πρόεδρος πρέπει να έχει αποδεχτεί το αποτέλεσμα ο προηγούμενος. Ο νέος Πρόεδρος εκλέγεται από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων, είναι η γνωστή διαδικασία που ισχύει στην Αμερική. Τώρα, το αν εσύ το παραδέχεσαι και αν σου αρέσει ή όχι είναι συνταγματικά αδιάφορο.
Ο Τραμπ μπορεί να έχασε, αλλά τα πήγε καλά, συγκέντρωσε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ψήφων. Πιστεύω ότι εάν θέλει να διατηρήσει την πιθανότητα αυτός ή μέλη της οικογένειάς του ή μέλη του στενού πολιτικού του κύκλου να επανέλθουν σε τέσσερα χρόνια, το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να γίνει είναι να φανούν όχι ότι αμφισβητούν το αποτέλεσμα και χρησιμοποιούν τα ένδικα μέσα ‒τα οποία έχουν το δικαίωμα να κάνουν‒, αλλά το ότι ωθούν τον κόσμο σε βίαια επεισόδια. Αυτό, δηλαδή, θα ήταν πολιτικά αυτοκαταστροφικό.
Οπότε νομίζω ότι και από άποψη ιστορίας της Αμερικής και από άποψη πολιτικού πολιτισμού της αλλά και από άποψη στενότερου προσωπικού ή κομματικού συμφέροντος, μέσα σε ένα πλαίσιο πανδημίας, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το ότι, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια κοινωνία που είναι πολιτικά βαθύτατα διαιρεμένη, δεν ωθήθηκε σε βίαιες αντιπαραθέσεις. Ως εκ τούτου, είναι ευχάριστο το γεγονός ότι επικράτησαν η λογική, η παράδοση και το συμφέρον και δεν οδηγήθηκε η χώρα σε βίαιες πράξεις, που θα ήταν καταστροφικές και σίγουρα θα κόστιζαν και ανθρώπινες ζωές, που είναι άλλωστε και το σημαντικότερο».